ξοδεύομαι

ξοδεύομαι
ξοδεύομαι, ξοδεύτηκα, ξοδεμένος βλ. πίν. 18

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκγυμνώνω — (AM ἐκγυμνῶ, όω) ξεγυμνώνω, αποκαλύπτω νεοελλ. αφαιρώ από κάποιον, απογυμνώνω αρχ. παθ. αφανίζομαι, ξοδεύομαι …   Dictionary of Greek

  • εκφθίνω — ἐκφθίνω (Α) 1. καταστρέφομαι εντελώς, εξαφανίζομαι 2. (για πράγματα) αναλίσκομαι, ξοδεύομαι εντελώς …   Dictionary of Greek

  • ευανάλωτος — εὐανάλωτος, ον (Α) αυτός που αναλίσκεται, ξοδεύεται εύκολα, ο ευκολοξόδευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανά λωτος (< αν αλίσκομαι «ξοδεύομαι»)] …   Dictionary of Greek

  • κατάνομαι — (Α) ξοδεύομαι ή καταδαπανώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἄνομαι (παθ. τ. τού ἄνω [Ι] «τελειώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • κόπριον — κόπριον, τὸ (ΑM, Μ και κόπριο και κόπριν) περίττωμα, κόπρος, κοπριά μσν. φρ. α) «χύνω στὰ κόπρια» ξοδεύω ασυλλόγιστα β) «πηγαίνω στὰ κόπρια» ξοδεύομαι άδικα αρχ. 1. γεν. ακαθαρσίες, βρομιές 2. στον πληθ. τὰ κόπρια (στη μαγική) ακαθαρσίες που… …   Dictionary of Greek

  • μπιτίζω — 1. φέρνω κάτι εις πέρας, αποτελειώνω, περατώνω («μπίτισα τις δουλειές μου») 2. συμπληρώνω, καλύπτω ένα ορισμένο ποσό 3. (αμτθ.) τερματίζομαι, περατώνομαι, τελειώνω («μπίτισαν οι διακοπές») 4. ξοδεύομαι, εξαντλούμαι, φθάνω στο τέλος («μπιτίσανε τα …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • συμπαραναλίσκω — Α 1. καταστρέφω επίσης 2. παθ. συμπαραναλίσκομαι ξοδεύομαι συγχρόνως («συμπαραναλωθήσεται τῷ κεφαλαίῳ καὶ τὸ μέρος», Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραναλίσκω «δαπανώ περισσότερα από όσο πρέπει, καταστρέφω, αφανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • υποσακίζω — και ὑποσακκίζω ΜΑ φρ. «ὑποσακίζω τῆς ὁδοῡ» α) προχωρώ βιαστικά και ζωηρά β) (για άλογο) καλπάζω αρχ. 1. στραγγίζω με την βοήθεια σάκου («ὑποσακκίζειν ὑπηθεῑν τῷ σάκκῳ», Ησύχ.) 2. παθ. ὑποσακίζομαι και ὑποσακκίζομαι μτφ. καταναλώνομαι, ξοδεύομαι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”